- προευαγγελίζομαι
- 4283 προευαγγελίζομαι{с.гл., 1}предвозвещать благую весть (Гал. 3:8).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
προευαγγελίζομαι — ΝΜΑ ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»] … Dictionary of Greek
προευαγγελιζόμενον — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp neut nom/voc/acc sg προευαγγελιζόμενον , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελιζόμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg προευαγγελιζόμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελισάμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg προευαγγελισάμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίζεται — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg προευαγγελίζεται , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίσασθαι — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp προευαγγελίσασθαι , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευηγγελίζετο — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)